- λαραμικός
- -ή, -όγεωλ. φρ. «λαραμική ορογένεση» — σύνολο διεργασιών που συντελέστηκαν κατά το ανώτερο κρητιδικό και κατά το κατώτερο τριτογενές και που είχαν ως αποτέλεσμα την πτύχωση, τη ρηγμάτωση και την ανύψωση τμημάτων τού γήινου φλοιού και τη δημιουργία ορεινών όγκων.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. laramide < Laramie, οροσειρά που βρίσκεται νοτιοανατολικά τού Γουαϊόμινγκ και στο βόρειο Κολοράντο].
Dictionary of Greek. 2013.